όπτω — ὄπτω (Α) βλέπω, κοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
ὀπτῷ — ὀπτάω roast pres opt act 3rd sg ὀπτός roasted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
παροπτώ — άω, Α 1. μισοψήνω, ψήνω ελαφρά 2. μτφ. κάνω καυτηρίαση ή θερμαίνω πάσχον μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀπτῶ «ψήνω» (πρβλ. κατ οπτώ)] … Dictionary of Greek
χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… … Dictionary of Greek
Синопсис — (συνοψις, от греческих слов: συν с и όπτω смотрю) в научной номенклатуре древних греков означало изложение в одном общем обзоре, в сжатой форме, без подробной аргументации и без детальных теоретических рассуждений, одного целого предмета или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Синопсис — У этого термина существуют и другие значения, см. Синопсис (значения). Синопсис[1][2] (допустимый вариант синопсис[3][4], учитывающий оригинальное греческое ударение) (др. греч. σύνοψις, от греческих слов … Википедия
γαστρόπτης — γαστρόπτης, ο (Α) γάστρα για ψήσιμο φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + οπτώ «ψήνω»] … Dictionary of Greek
εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek